συνασφαλιστής

συνασφαλιστής
ο, θηλ. συνασφαλίστρια Ν [συνασφαλίζω]
(για ασφαλιστική εταιρεία) αυτός που από κοινού με άλλον ασφαλίζει κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”